- ἄνορμος
- ἄνορμος, ον,A without harbour,
πέτραι Anon.
ap. Suid. s.v. λισσάδας πέτρας: metaph.,ὑμέναιον ὃν δόμοις ἄνορμον εἰσέπλευσας S.OT423
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτραι Anon.
ap. Suid. s.v. λισσάδας πέτρας: metaph.,ὑμέναιον ὃν δόμοις ἄνορμον εἰσέπλευσας S.OT423
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνορμος — without harbour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνορμος — η, ο (Α ἄνορμος, ον) μτφ. ο χωρίς όρμο ή όρμους, αλίμενος … Dictionary of Greek
ἄνορμον — ἄνορμος without harbour masc/fem acc sg ἄνορμος without harbour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρμους — ἄνορμος without harbour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρμων — ἄνορμος without harbour masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολιμένιστος — κακολιμένιστος, ον (Α) γλώσσα αρχαίου σχολιαστή ως ερμηνεία τού άνορμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λιμενίζω] … Dictionary of Greek